- ανοησία
- η (Α ἀνοησία)η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψίανεοελλ.συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγοςαρχ.το ακατάληπτο, το ακατανόητο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνοησία — ἀνοησίᾱ , ἀνοησία want of understanding fem nom/voc/acc dual ἀνοησίᾱ , ἀνοησία want of understanding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοησίᾳ — ἀνοησίᾱͅ , ἀνοησία want of understanding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοησία — η μωρία, κουταμάρα: Πολλές φορές αποκαλούμε ανοησίες εκείνα που δε συμφωνούν με τις απόψεις μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνοησίας — ἀνοησίᾱς , ἀνοησία want of understanding fem acc pl ἀνοησίᾱς , ἀνοησία want of understanding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοησίαν — ἀνοησίᾱν , ἀνοησία want of understanding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek
άνοια — Ελάττωση της νοημοσύνης που αυξάνεται σιγά σιγά και δεν επανέρχεται. Οφείλεται σε σχετικές με το γήρας αγγειακές και νευρικές αλλοιώσεις του εγκεφάλου ή είναι αποτέλεσμα παθήσεών του, όπως συμβαίνει μερικές φορές κατά την πορεία της επιληψίας,… … Dictionary of Greek
έμπληξις — ἔμπληξις, η (Α) εμπληξία, ανοησία … Dictionary of Greek
αγνωμιά — και ανεγνωμιά, η [άγνωμος] 1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός 2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία … Dictionary of Greek
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek